-
1 κρυπτή
-
2 κρυπτῇ
-
3 κρύπτη
κρύπτη ηкрипта –1) подземное сводчатое помещение, которое использовалось для захоронения мучеников, святых а также для тайных собраний и богослужений христиан первых веков;2) часовня под храмом, служившая для погребения:Этим.< дргр. κρύπτω «скрывать, прятать, погребать, хоронить» -
4 κρύπτη
κρύπτη, ης, ἡ (s. κρυπτός, κρύπτω; cp. Lat. crypta; Callixenus: 627, Fgm. 1, 38 p. 163 ln. 22 Jac.; Strabo 17, 1, 37; Athen. 5, 205a; TestJob 46:5 κρυπτήν; Jos., Bell. 5, 330 [Niese accents κρυπτή]; PSI 547, 18 [III B.C.]) a place for hiding or storing someth., a dark and hidden place, a cellar λύχνον εἰς κ. τιθέναι put a lamp in a cellar Lk 11:33 (v.l. κρυπτόν).—Renehan ’75, 127. DELG s.v. κρύπτω. M-M. TW. Spicq. -
5 κρύπτη
κρύπτη, ἡ, eigtl. adj. verb. zu κρύπτω, ein bedeckter Gang, ein Gewölbe, Ath. IV, 205 a u. a. Sp., crypta bei den Römern.
-
6 κρυπτη
ἡ сокровенное место, тайник NT. -
7 κρυπτή
κρυπτήcrypt: fem nom /voc sg (attic epic ionic)κρυπτόςhidden: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 κρύπτη
κρύπτηςmember of the Spartan: masc dat sg (attic epic ionic)κρύπτωhide: pres subj mp 2nd sgκρύπτωhide: pres ind mp 2nd sgκρύπτωhide: pres subj act 3rd sg -
9 κρύπτῃ
κρύπτηςmember of the Spartan: masc dat sg (attic epic ionic)κρύπτωhide: pres subj mp 2nd sgκρύπτωhide: pres ind mp 2nd sgκρύπτωhide: pres subj act 3rd sg -
10 κρύπτη
κρύπτη, ἡ, ein bedeckter Gang, ein Gewölbe; crypta bei den Römern -
11 κρύπτη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κρύπτη
-
12 κρύπτη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κρύπτη
-
13 κρύπτη
η1) тайник; 2) укрытие, убежище -
14 κρύπτη
тайник, сокровенное место.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κρύπτη
-
15 κρυπτή
-
16 κρύπτη
crypte -
17 κρύπτη
krypta (f) rzecz. -
18 κρύπτη
hrobka -
19 κρύπτη
cryptΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρύπτη
-
20 κρυπταί
κρυπτήcrypt: fem nom /voc plκρυπτόςhidden: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
κρυπτῇ — κρυπτή crypt fem dat sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτή — crypt fem nom/voc sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρύπτη — η κρυψώνας, κρησφύγετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρύπτῃ — κρύπτης member of the Spartan masc dat sg (attic epic ionic) κρύπτω hide pres subj mp 2nd sg κρύπτω hide pres ind mp 2nd sg κρύπτω hide pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπταῖς — κρυπτή crypt fem dat pl κρυπτός hidden fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπταῖσιν — κρυπτή crypt fem dat pl (epic ionic aeolic) κρυπτός hidden fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπταί — κρυπτή crypt fem nom/voc pl κρυπτός hidden fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτᾷ — κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτῆς — κρυπτή crypt fem gen sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)